- διαντλώ
- διαντλῶ (-έω) (Α) [αντλώ]1. αφαιρώ εντελώς, αδειάζω τελείως, εξαντλώ2. υποφέρω ώς το τέλος3. χρησιμοποιώ κάτι ώσπου να εξαντληθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή … Dictionary of Greek